Σιάτιστα

Σιάτιστα
η г. Сьятиста, Сиатиста (Македония)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Σιάτιστα" в других словарях:

  • Σιάτιστα — Πόλη (5688 κάτ.) της δυτικής Μακεδονίας, στο νομό Κοζάνης, πρωτεύουσα της επαρχίας Βοΐου. Χτισμένη στις νοτιοδυτικές κλιτύς του Σινιάτσικου, πάνω από την κοιλάδα του Αλιάκμονα, η Σ. διατηρεί πολλά μνημεία της παλιάς ακμής της. Η Σ. είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Σιάτιστα — Sp Siãtista Ap Σιάτιστα/Siatista L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Παπαγεωργίου, Μιχαήλ — (Σιάτιστα 1727 – Βιέννη 1796). Ιατροφιλόσοφος και δάσκαλος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στα Γιάννενα, κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη, έδρασε ως δάσκαλος και ιεροκήρυκας στη Σιάτιστα, στη Σελίτσα και στο Μελένικο. Έφυγε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Γκανούλης, Ηλίας — (Σιάτιστα 1902 – Καβάλα 1946). Κριτικός της λογοτεχνίας. Ο Γ., μαθητής ακόμα, αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ο αδελφός του ήταν έμπορος. Το 1927 επέστρεψε από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά. Άσκησε το επάγγελμά… …   Dictionary of Greek

  • Ζαβίρας, Γεώργιος — (Σιάτιστα 1744 – Πέστη 1804). Λόγιος, έμπορος, συγγραφέας και βιβλιόφιλος. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε στην πατρίδα του ταξίδεψε, το 1760, στην Ουγγαρία όπου «τον εμπορικόν ησπάσατο βίον», όπως γράφει ο ίδιος στη σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • Παπαζώλης, Γεώργιος — (Σιάτιστα περ. 1725 26 – Πάρος; 1770;). Έλληνας στρατιωτικός και πατριώτης. Σπούδασε στα σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του και ασχολήθηκε με το εμπόριο, μάλλον χωρίς επιτυχία, στην κεντρική Μακεδονία και αργότερα στη Ρωσία. Κατατάχτηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Φλωρά-Καραβία, Θάλεια — (Σιάτιστα 1871 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος. Το 1874 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης, όπου και φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Το 1895 πήγε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές της. Γύρισε έπειτα στην… …   Dictionary of Greek

  • Φλωράς, Θεόδωρος — (Σιάτιστα 1862 – Κωνσταντινούπολη 1916). Γιατρός και λόγιος. Τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Λιψία. Την εποχή εκείνη εργάστηκε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό Κλειώ, που εκδιδόταν εκεί και κατά καιρούς,… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… …   Dictionary of Greek

  • GR-EO20 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 20 (Ethiniki Odos 20) Länge: ca. 150 km   …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»